- σεργιανίζω
- 1) promenade2) walk
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
σεργιανίζω — και σεργιανάω σεργιάνισα, κάνω περίπατο: Σεργιανίζει όλη την ημέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεργιανίζω — και σιργιανίζω και σεργιανώ, άω και σεριανώ, άω και σιργιανώ, άω, Ν [σεργιάνι / σιργιάνι] 1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο 2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τόν πηγαίνω περίπατο … Dictionary of Greek
περιδιαβάζω — ΝΜ 1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω 2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ 3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τόν ψυχαγωγήσω 4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τόν… … Dictionary of Greek
σιργιανίζω — και σιργιανώ Ν βλ. σεργιανίζω … Dictionary of Greek
σουλατσάρω — και σουλατσέρνω Ν κάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε άρω] … Dictionary of Greek
περιδιαβάζω — περιδιάβασα, περπατώ εδώ κι εκεί άσκοπα, σεργιανίζω, σουλατσάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιργιανίζω — βλ. σεργιανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)